Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανωιστί — ἀνωιστί κ. ίστως επίρρ. (Α) [ανώιστος] απροσδόκητα, απρόοπτα … Dictionary of Greek
ἀνωιστί — ἀνωϊ̱στί , ἀνωιστί unlooked for indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)